Άρθρα
Καταφύγιο και τα εγκαταλειμμένα μνημεία.
Λεπτομέρειες- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2013 10:19
Από αυτά που θυμάμαι και από ιστορίες που προσπάθησα να μάθω περισσότερα για να μπορέσω όσο είναι δυνατών να έχετε μια μεγεθυντική εικόνα.
Νερόμυλος ένας χώρος μνημείο ένας χώρος με μεγάλη ιστορία, και πολλές αναμνήσεις. Δεν μπορούμε να μην θαυμάζουμε την παλιά τεχνολογία, δεν μπορεί να μην έχω ακόμη απορία πώς μετά Χριστού υπήρχε μια τέλια και αυτόματη μηχανή. Μηχανή η οποία δεν ζεσταινόταν ποτέ, δεν είχε μεταλλικά εξαρτήματα, όλα ήταν ξύλινα και πολλή σπάνια χάλαγε. Ακόμη και τώρα έχω την ίδια απορία. Ο μηχανισμός ενός νερόμυλου αποτελείτε από δύο κύρια μέρη, την φτερωτή και τα υπόλοιπα εξαρτήματα της, και το αλεστικό που είναι η μυλόπετρες .
Ο Νερόμυλος είναι η πρώτη μηχανή παραγωγής που χρονολογείται μ χρ. Ήταν μια αυτόματη μηχανή για τα χρόνια εκείνα. Ο μυλωνάς αρχικά έκανε μόνο δύο κινήσεις. τραβώντας ένα ξύλινο μοχλό (διακόπτη) που κατεύθυνε το νερό στη φτερωτή, ενεργοποιείτο όλο το σύστημα , τροφοδοτούσε με καρπό την αποθήκη, και ρύθμιζε της μυλόπετρες ανάλογα με το τι αλεύρι ήθελε να βγάλει ψιλό η πιο χοντρό και ο μύλος εργαζόταν μόνος του για εικοσιτετράωρα. Μετά σάκιαζε το αλεύρι από την αλευροαποθήκη και κρατούσε και την αμοιβή του. Ο νερόμυλος για την επαρχεία ήταν πηγή ζωής στην κυριολεξία, μόνο εκεί μπορούσε ο κτηνοτρόφος, ο γεωργός, να κάνει αλεύρι για τη φαμίλια του. Ο μύλος ήταν τροφοδότης της Ελληνικής υπαίθρου. Χωρίς αυτό το μικρό εργοστάσιο τα χωριά μας θα είχαν εγκαταλειφθεί, Ο μύλος όπως προαναφέρομαι ήταν το μόνο για την εποχή εκείνη μικρό εργοστάσιο με τόσο μεγάλη προσφορά προς τον άνθρωπο. Κάποιες φορές δούλευε συνεχόμενα τρεις βάρδιες, πρωί μεσημέρι βράδι ακούραστα.
Εκείνα τα χρόνια ο μυλωνάς δεν έμενε ποτέ από κουβέντα, πάντα θα είχε κάποιον καθισμένο στης αυτοσχέδιες καθίστρες με πέτρα η ξύλο που υπήρχαν έξω στο πετρόχτιστο πεζούλι. Η ψάθινη νταμιτζάνα με το τσίπουρο στην πέτρινη παράθυρα για να τρατάρη τον αποσταμένο επισκέπτη. Πολλές συζητήσεις γίνονταν στην πεζούλα κάτω από τη βαθιά σκιά κάποιου πλάτανου το καλοκαίρι, η κοντά στη φωτιά το χειμώνα, και μάλιστα πολλή δυνατά για να καλύψουν το θόρυβο της μυλόπετρας. Συζητήσεις, όπως κοινωνικά σχόλια κουτσομπολιό καλοπροαίρετα πάντα, γνωριμίες, μέχρι και προξενιά γίνονταν. Μάλιστα εκείνα τα χρόνια λένε αν ρώταγες κάποιον που το άκουσες η ποιος σου το είπε, απαντούσαν το άκουσα στο Μύλο η μου τόπε ο μυλωνάς. Αυτά για το νερόμυλο
Όλες οι οικογένειες στο χωριό μου είχανε το μεταφορικό μέσων μισό ίππων γαϊδουράκι ταϊσμένο καλά γιατί θα είχε να διανύσει πολλά χιλιόμετρα και με 70 κιλά στην καρότσα (σαμάρι) αλεύρι η ξύλα η κάτι άλλο.
Σε ηλικία 10 ετών περίπου μου έτυχε και εμένα να επισκεφτώ το νερόμυλο του μπάρμπα Κώστα. Είχε και στο χωριό νερόμυλο της εκκλησίας αλλά το καλοκαίρι λιγόστευαν τα νερά στο χωριό και πηγαίναμε στο μύλο που έπαιρνε νερό από το ποτάμι. Φόρτωσαν η γονείς μου το γαϊδουράκι με καλαμπόκι για να το πάω στον κείθε μύλο όπως τον ονομάζαμε της εκκλησίας και αυτός για να το αλέσει, και να πάρω το αλεσμένο που είχαμε πάει πριν τρεις ημέρες. Τότε γινόταν μεγάλη κατανάλωση στα χωριά από ψωμί, γιατί μια οικογένεια αποτελούσαν 10 άτομα το λιγότερο. Το δρόμο για το μύλο δεν τον ήξερα αλλά είχα εμπιστοσύνη στο γαϊδουράκι μας, είχα κάνει κ’ άλλα ταξίδια μαζί του, στα καταμπέλια, στο πλατανακι στου λόϊ στη γιαγιά την Κώστενα για τους παλιούς αν τη θυμούνται. Για εκείνο που ανησυχούσα ήταν ότι δεν θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος του φορτίου αν χρειαζόταν κατά την διαδρομή. Φτάνοντας στο μύλο αντικρίζω άλλα 5-6 τετράποδα παρκαρισμένα για λίγη ξεκούραση το ένα δίπλα στο άλλο τρώγοντας κάτι πρόχειρο που τους πετάξαν ν’ αντέξουν το γυρισμό και την ανηφόρα που τα περίμενε. Ποιοι συγχωριανοί μου ήταν εκεί δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα καλόκαρδο γέροντα μικροκαμωμένο με μουστάκι το μπάρμπα Κώστα Σιτοκωσταντίνο που με καλοδέχτηκε, με μεγάλη προθυμία προσφέρθηκε να μου ξεφορτώσει και να ξανά φορτώσει το γαϊδουράκι. Δεν είχα ξανά αντικρίσει νερόμυλο εσωτερικά και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι καθόμουν στην είσοδο του νερόμυλου και έβλεπα την στρογγυλή μυλόπετρα να γυρίζει, τον καρπό στην αποθήκη πάνω από τη μυλόπετρα να πέφτει μόνος του προσπαθώντας εγώ να καταλάβω η να δω ποιος γύριζε τη μυλόπετρα και ποιος έριχνε τον καρπό λίγο λίγο. Εμπρός και ανάμεσα στην μυλόπετρα έβλεπα να πετάγετε συνεχόμενα να βγαίνει με δύναμη και σκορπιστά το κίτρινο αλεύρι (μπομπότα) μέσα στη άλευρο αποθήκη. Τον μπάρμπα Κώστα με μια αυτοσχέδια ξύλινη με χερούλι σέσουλα, σωμένη από την πολύ δουλειά να σακιάζει το αλεύρι να προσπαθεί να είναι το ίδιο βάρος και στα δύο σακιά να ισοζυγιάζεται το φορτίο για χωρίς προβλήματα στη μεταφορά.
Τέλος φίλοι μου όταν έγινε η μεγάλη μετανάστευση από τα χωριά μας για εξωτερικό και την πρωτεύουσα, άρχισαν οι μυλωνάδες και τα άλλα επαγγέλματα στην επαρχία όπως σαμαράδες, πεταλωτής βαρελάδες και άλλοι να μαραζώνουν. Από εκεί που ο μυλωνάς δεν του έλειπε το κουβεντολόι άρχισαν να λιγοστεύουν η πελάτες και περαστικοί, μέρα με την ημέρα και με πολύ γρήγορο ρυθμό μάλιστα. Υπήρχαν ημέρες που δεν έβλεπε κανέναν δεν μιλούσε με κανέναν, άρχισε ν’ ακούει μετά από χρόνια ξανά τα ορμητικά νερά απ’ το ποτάμι που είχαν ξεχαστεί από το συνεχόμενο θόρυβο της δέσης και της μυλόπετρας. Kαθόταν και αυτός όπως καθόμουν εγώ πιτσιρικάς κ’ έβλεπα όλα τα πιο πάνω με περιέργεια. Ο μυλωνάς όμως τώρα με λύπη τα κοιτά, τα βλέπει όλα ακίνητα, χωρίς τη μυλόπετρα να γυρίζει, χωρίς να πέφτει καρπός από την αποθήκη, αλλά ούτε και αλεύρι. χωρίς θόρυβο, ένας θόρυβος πολύ γνώριμος μα καθόλου ενοχλητικός για τον μπάρμπα Κώστα. Κάθισε πολλές φορές μόνος χωρίς κανέναν να βλέπει, χωρίς κουβέντα, δεν αποφάσιζε να τα παρατήσει. Πολλές φορές ανέβαζε τον ξύλινο μοχλό (διακόπτη) ν’ ακούει αυτό το γνώριμο θόρυβο, όμως από την άλλη καταλάβαινε ότι κοροϊδεύει τον εαυτό του. Πολλές φορές είπε, το πήρα απόφαση φεύγω, και άλλες τόσες το μετάνιωσε. Είχε δίκιο δεν τα παρατάς τόσο εύκολα δεν φεύγεις από το χώρο που έζησες χρόνια, μεγάλωσες τη φαμίλια σου, χιλιάδες αναμνήσεις, γνωριμίες από γειτονικά χωριά και πολλά άλλα. Λυπημένος το 1968 έφυγε, τα παράτησε με κρύα καρδιά μετακόμισε μόνιμα στο καταφύγιο παραγγέλλοντας αλεύρι από την Ναύπακτο όπως όλοι μας. Υ Γ Με λύπη και μπερδεμένα συνθήματα αναρωτιέμαι γ’ αυτά τα ιστορικά μνημεία, τα μικρά καλυβάκια με μια τεράστια προσφορά προς τον άνθρωπο, εκατοντάδων χρόνων, που μας κράτησαν στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί δεν βρέθηκε κανένας, από όλους μας να ενδιαφερθεί για τους 7 νερόμυλους και 2 νεροτριβές που είχαμε στο χωριό μας για τη διάσωση ενός, και να μην είναι εγκαταλειμμένοι σαν στοιχειωμένη χώροι. ειλικρινά λυπάμαι. Μπράβο στο εκκλησιαστικό συμβούλιο που πήρε πρωτοβουλία και έκανε την αρχή δίνοντας χρήματα καθάρισε εσωτερικά και εξωτερικά το χώρο καθώς και την διαπλάτυνση του δρόμου από του Δημητρίου έως το μύλο. Η αρχή έγινε, νομίζω θα τα καταφέρουμε να ξανά λειτουργήσει.
Υπάρχει ενδιαφέρον.
Θεοδωρόπουλος Φίλιππας